ΒΟΛΟΣ, ΠΟΛΥΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΠΟΛΗ

Γύρω στα 1840, Πηλιορείτες  και άλλοι έμποροι γίνονται οι οικιστές της νέας πόλης του Βόλου, η οποία εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς. Το 1858 αριθμεί 400 κατοίκους, ενώ το 1865 ο πληθυσμός φτάνει στους 3000 κατοίκους. Το 1881, τη χρονιά της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, ο Βόλος είχε περίπου 5000 κατοίκους, από τους οποίους οι 300 ήταν εβραίοι και οι 600 μουσουλμάνοι. Την ίδια περίοδο καταγράφονται και 300 περίπου καθολικοί: ιταλοί και γάλλοι τεχνικοί και εργάτες, γάλλοι και αυστριακοί έμποροι, κυκλαδίτες διαφόρων επαγγελμάτων. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Βόλος παρουσιάζει την εικόνα μιας πολυσυλλεκτικής πόλης, η οποία χάρη στη δυνατότητα εργασίας που προσφέρουν οι πολυάριθμες βιομηχανίες και η έντονη εμπορική ζωή της, έχει προσελκύσει πολλούς κατοίκους κυρίως από το Πήλιο και τα χωριά της Θεσσαλίας.

Το 1907, 500 και 200 οικογένειες από την Ανατολική Ρωμυλία εγκαταστάθηκαν στη Νέα Αγχίαλο και την Ευξεινούπολη. Η πολυμορφία του πληθυσμού αυξάνεται ακόμα περισσότερο με τον ερχομό προσφύγων στη δεκαετία του 1920. Από το 1921 έως το 1924, περίπου 14.000 πρόσφυγες από τη Μ. Ασία και τον Πόντο εγκαθίστανται στην πόλη, ενώ μετά τη συνθήκη της Λοζάνης (1923) αναχωρούν για την Τουρκία οι τελευταίοι μουσουλμάνοι. Λίγο πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου φτάνουν στην πόλη πόντιοι πρόσφυγες από τη Ρωσία, ενώ από τη δεκαετία  του 1950 και μετά η ανοικοδόμηση της πόλης προσελκύει εσωτερική μετανάστευση από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Το 1960 αρχίζει η μόνιμη εγκατάσταση Ρομά, ενώ από το 1990 και μετά οικονομικών μεταναστών από τη πρώην ΕΣΣΔ και τα Βαλκάνια.